- δονοῦν
- δονέωshakepres part act masc voc sg (attic epic doric)δονέωshakepres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαπασών — Αναλλοίωτος ήχος, που χρησιμεύει για τη σωστή τονοδότηση των μουσικών οργάνων. Η συχνότητά του καθορίστηκε από την Ακαδημία του Παρισιού, έτσι ώστε να δίνει τον φθόγγο σε Λα3 με 435 διπλές παλμικές κινήσεις ανά δευτερόλεπτο. Αργότερα, και ύστερα… … Dictionary of Greek
επικλίντης — ἐπικλίντης ή ἐπικλίτης, ὁ (Α) οι σεισμοί που δονούν τη γη κατά οξείες γωνίες … Dictionary of Greek